- σπευστικός
- σπευστικόςhastymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπευστικός — ή, όν, Α [σπευστός] αυτός που σπεύδει, βιαστικός. επίρρ... σπευστικῶς βιαστικά … Dictionary of Greek
σπευστικόν — σπευστικός hasty masc acc sg σπευστικός hasty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστική — σπευστικός hasty fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικήν — σπευστικός hasty fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικῶς — σπευστικός hasty adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικώς — Α επίρρ. βλ. σπευστικός … Dictionary of Greek